του Χάρη Μαμουλάκη*
Από τις πρώτες μέρες εκδήλωσης της πανδημίας του κορωνοϊού κεντρικό θέμα συζήτησης σε όλες τις χώρες της Ευρώπης αποτέλεσαν οι οικονομικές της επιπτώσεις και το πακέτο μέτρων που θα υιοθετούσε κάθε κυβέρνηση προκειμένου να περιορίσει την έκταση και το βάθος της επερχόμενης ύφεσης.
Στη χώρα μας, από τα πρώτα θύματα της πανδημίας είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς αυτές είναι οι πρώτες που επλήγησαν από τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας. Ο Ο.Ο.Σ.Α. εκτιμά για την Ελλάδα ότι η «καραντίνα» στην οικονομία μπορεί να φέρει συρρίκνωση του Α.Ε.Π. μέχρι και 35%.
Οι ΜμΕ αποτελούν βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, καθώς αντιπροσωπεύουν το 99,9% των επιχειρήσεων του μη-χρηματοπιστωτικού τομέα, απασχολούν το 87% του εργατικού δυναμικού και συμβάλλουν κατά 64% στην παραγωγή προστιθέμενης αξίας. Σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, το ύψος και η μορφή των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας δε θα κινηθούν ομοιόμορφα σε όλες τις χώρες αλλά θα εξαρτηθούν, σε μεγάλο βαθμό, από τα δημοσιονομικά μέτρα, την ανταπόκριση του χρηματοπιστωτικού τομέα, τη δομή και διάρθρωση των διαφορετικών οικονομικών πολιτικών αλλά και τη σύνθεση της οικονομικής δραστηριότητας. Δηλαδή από τη δομή της οικονομίας κάθε χώρας. Είναι επίσης σαφές ότι οι χώρες με έντονη εξάρτηση από τον τουριστικό τομέα, όπως η δική μας, θα αντιμετωπίσουν σοβαρότερες αναταράξεις από άλλες. Και ως γνωστών, η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην πρώτη θέση ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε. τόσο στον αριθμό των πολύ μικρών επιχειρήσεων όσο και στο μερίδιο που κατέχει ο τουρισμός στο Α.Ε.Π. της χώρας.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βγήκαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση πιο αδύναμες, με μεγάλη δυσκολία πρόσβασης σε κεφάλαια κίνησης, αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις και σε μια αγορά με περιορισμένη εσωτερική ζήτηση. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναγνωρίζοντας τη σημασία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) για την ευρωπαϊκή οικονομία αναγνωρίζει σήμερα ότι η Ελλάδα ήταν η μοναδική ευρωπαϊκή οικονομία στην οποία οι ΜμΕ συνέχιζαν να αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην χρηματοδότηση τους από τον Τραπεζικό τομέα. Οι ελληνικές ΜμΕ επιχειρήσεις, πριν από την εκδήλωση της κρίσης, είχαν τα υψηλότερα ποσοστά απόρριψης των αιτημάτων τους από όλες τις χώρες τις Ευρώπης ενώ ακόμα και όταν αυτά εγκρίνονταν αυτό γινόταν με τεράστιες καθυστερήσεις. Πάνω από όλα όμως, οι Έλληνες επιχειρηματίες απέφευγαν να προχωρήσουν σε αιτήματα χρηματοδότησης καθώς το ύψος των επιτοκίων ήταν απαγορευτικό.
Αναφορικά με τη διάρθρωση του λειτουργικού κόστους των ελληνικών ΜμΕ πριν από την κρίση αξίζει να σημειωθεί ότι η κατηγορία δαπανών που καταλάμβανε το υψηλότερο ποσοστό επί του τζίρου είναι αυτή των πρώτων υλών και εμπορευμάτων με ποσοστό (46%) και (35%) αντίστοιχα, ενώ έπονται μισθολογικού κόστους (23%) και δαπανών ενοικίου (16%). Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι βασικό ζητούμενο για τις ΜμΕ σήμερα είναι η διασφάλιση της ρευστότητας τους, προκειμένου να καταστούν βιώσιμες.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω το σχέδιο άμεσων και κοστολογημένων παρεμβάσεων για τον εργαζόμενο και την επιχείρηση, για την κοινωνία και την οικονομία «Μένουμε όρθιοι», είναι ένα σχέδιο διάσωσης της υγείας του πληθυσμού και της οικονομίας. Με αυτό προτείνεται η αύξηση των δημόσιων δαπανών για ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, η στήριξη του εισοδήματος των εργαζομένων, η τόνωση της ζήτησης και η διατήρηση των επιχειρήσεων «ζωντανών» ώστε, μετά το τέλος της πανδημίας, η οικονομία να επανέλθει στο σημείο που βρισκόταν στο ξεκίνημά της.
Ταυτόχρονα όμως το πρόγραμμα «Μένουμε Όρθιοι» είναι ένα σχέδιο διάσωσης και των ΜμΕ, καθώς λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας. Τα προτεινόμενα μέτρα περιλαμβάνουν άμεσες παρεμβάσεις ανακούφισης των ΜμΕ με ορίζοντα εξαμήνου και προϋποθέτουν την μέγιστη δυνατή κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού για να είναι αποτελεσματικά. Είναι προφανές, ότι στο μέλλον θα χρειαστούν πιο ριζοσπαστικές παρεμβάσεις με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, για να αντιμετωπιστούν οι νέες προκλήσεις που θα έχουν διαμορφωθεί για την οικονομία, όταν πια η υγειονομική κρίση θα βρίσκεται οριστικά πίσω μας.
Η χρηματοδότησή του προγράμματος «Μένουμε Όρθιοι» δύναται να προέρθει από διάφορες πηγές έτσι ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος ενός νέου σκληρού μνημονίου. Έτσι, από τον Κρατικό Προϋπολογισμό πρέπει να δοθεί άμεση χρηματοδότηση κατ’ ελάχιστον ύψους 29,9 δις. € που θα προέρχεται από το Ταμειακό Απόθεμα Ασφαλείας (μαξιλάρι), την επιστροφή ANFAs και SMPs, το Πρόγραμμα SURE, το Δανειακό Πρόγραμμα ΕΣΠΑ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και τον Αναπροσανατολισμό πόρων ΕΣΠΑ. Επίσης, μέσω Εγγυοδοτικών και άλλων Εργαλείων Ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων θα πρέπει να δοθεί χρηματοδότηση ύψους 20,5 δις. € που θα προέρχεται από πρόσθετο δανεισμό του τραπεζικού συστήματος από την ΕΚΤ, πρόσθετο δανεισμό του τραπεζικού συστήματος από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), νέο εγγυοδοτικό πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και άμμεση ενεργοποίηση όλων των υφιστάμενων χρηματοδοτικών εργαλείων. Οι παραπάνω υφιστάμενες πηγές χρηματοδότησης υπερεπαρκούν για την κάλυψη των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Προφανώς, οι πηγές χρηματοδότησης θα αυξηθούν αν η Ευρώπη ανταποκριθεί συλλογικά στην κρισιμότητα των περιστάσεων, αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο.
Πιο εξειδικευμένα, τα μέτρα που προτείνουμε για τη διάσωση μεταξύ άλλων και των ΜμΕ είναι:
•Μηχανισμός παροχής άμεσης ρευστότητας και εγγυήσεων σε ΜμΕ ύψους ποσού 12δις €.
•Άμεση διοχέτευση της διαθέσιμης ρευστότητας, που εξασφάλισαν οι τράπεζες μέσω του προγράμματος της ΕΚΤ (PEPP), στις ελληνικές επιχειρήσεις.
•Προώθηση εργαλείων εγγυήσεων μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας ώστε να διασφαλιστεί η τραπεζική χρηματοδότηση των ΜμΕ.
•Δημιουργία εντός της Αναπτυξιακής Τράπεζας, ταμείου αλληλεγγύης και στήριξης των ΜμΕ.
•Άμεση ψήφιση του ΝΣχ για τις μικροπιστώσεις ώστε να υπάρξει ταχεία εξυπηρέτηση των ΜμΕ.
•Χορήγηση εγγύησης του δημοσίου για την αποπληρωμή υποχρεώσεων των επιχειρήσεων προς τους προμηθευτές τους και για τον διακανονισμό, (σε τουλάχιστον 36 δόσεις), υποχρεώσεων, προς τράπεζες, εταιρείες ενέργειας και τηλεφωνίας, καλύπτοντας παράλληλα το χρηματοοικονομικό κόστος των διακανονισμών κατά 100%.
•Πρόγραμμα μη επιστρεπτέας ενίσχυσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ειδικό πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού ύψους ποσού 3 δισ. €.
•Ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, χωρίς τραπεζική μεσολάβηση, με σκοπό να καλυφθούν έξοδα (κεφάλαια) κίνησης.
• Γρήγορη υλοποίηση και πληρωμή των έργων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων τόσο για έργα που είναι ενταγμένα στον σχεδιασμό για το 2020 όσο και για δρομολογημένα έργα που ακολουθούν.
•Επιτάχυνση του σχεδιασμού και της υλοποίησης του πολυετούς προγραμματισμού για τις δημόσιες επενδύσεις ώστε να ωριμάσουν τάχιστα και να προκηρυχθούν άμεσα μια νέα γενιά μικρών και μεγάλων έργων από το 2021.
Πέρα από όλα τα παραπάνω, στο σχέδιο μας η ρευστότητα των επιχειρήσεων πρέπει να ενισχυθεί στη παρούσα συγκυρία και με τη πρότασή μας για αναστολή καταβολής του συνόλου των φορολογικών υποχρεώσεων για έξι μήνες, καθώς και όλων των γεννημένων έως 15/3 ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Τέλος η ρευστότητα των ΜμΕ πρέπει στις σημερινές συνθήκες να ενισχυθεί και μέσα από την αναστολή των τραπεζικών υποχρεώσεων και της παράτασης εξόφλησης των επιταγών για όσο διαρκεί η υγειονομική κρίση.
Εκτός από τα προαναφερθέντα μέτρα που στοχεύουν κυρίως στο πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι ΜμΕ, προτείνουμε και μία σειρά από δράσεις οι οποίες θα βοηθήσουν στη κάλυψη μέρους του κόστους λειτουργίας τους, στη προστασία της πρωτογενούς παραγωγής (κατ’ επέκταση στη διατήρηση των τιμών των πρώτων υλών σε ένα σταθερό επίπεδο) και στη διατήρηση του επιπέδου ζήτησης. Από τα μέτρα αυτά, ποσό ύψους 8,5 δις € αφορούν στην κάλυψη του μισθού και του εισοδήματος όλων των εργαζόμενων, μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών που πλήττονται από την υγειονομική κρίση, διατηρώντας ενεργές εργασιακές σχέσεις όπως υφίσταντο πριν την έναρξη αυτής. Στην περίπτωση των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, το κράτος πρέπει να καλύψει τα μεγαλύτερο μέρος του υφιστάμενου κόστους της εργασίας των ΜμΕ ως προς όλες τις υποχρεώσεις τους καθ’ όλη τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης. Ποσό ύψους 0,3 δις € αφορά στην αύξηση των προνιακών επιδομάτων, του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και του επιδόματος για ανασφάλιστους υπερήλικες και τέλος ποσό ύψους 1,5 δις € αφορά σε ειδικό επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης επισφαλών εργαζομένων, μη επιδοτούμενους ανέργους και πολίτες με χαμηλά εισοδήματα.
Η χώρα μας σε ότι αφορά τα πακέτα της ρευστότητας και των εγγυήσεων προς τις επιχειρήσεις, είναι στις τελευταίες θέσεις στην ΕΕ σχετικά με το ύψος των μέτρων που έχει λάβει, παρέχοντας μηδενική διασφάλιση για το μέλλον τους. Ακόμη, στο επίπεδο των αναστολών των φορολογικών και ασφαλιστικών πληρωμών των πολιτών και των επιχειρήσεων, η κυβέρνηση επιλέγει να προχωρά μέρα με τη μέρα και όχι με ορίζοντα τουλάχιστον εξαμήνου, αποστερώντας από την οικονομία την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη που έχει ανάγκη αυτή τη στιγμή. Είναι προφανές, ότι οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί δε λαμβάνουν υπόψη το πρόβλημα φερεγγυότητας ενός μεγάλου μέρους του ιδιωτικού τομέα. Η ελληνική κυβέρνηση, και στις τρεις παραπάνω κατηγορίες μέτρων μοιάζει να κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση από τα όσα είναι αναγκαία τόσο ως προς το μέγεθος της παρέμβασης όσο και ως προς την διάρκεια της.
Το πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας «Μένουμε Όρθιοι» που παρουσίασε τις προηγούμενες μέρες στον ελληνικό λαό ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συνταχθεί λαμβάνοντας υπόψη τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και τον ρόλο που έχουν σε αυτή οι ΜμΕ. Για να είναι και αυτές «ζωντανές» την επόμενη μέρα όταν θα έρθει η ώρα της ανασυγκρότησης για την κοινωνία και την οικονομίας μας.
*Ο Χάρης Μαμουλάκης είναι Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ ν. Ηρακλείου – Πολιτικός Μηχανικός BEng MSc